Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

2001

Αγορά
Φυρόγια Σίφνος

Φυρόγια Σίφνος

Φυρόγια Σίφνος
Σύναξη-1

Σύναξη-1 (λεπτομέρεια)

Σύναξη-2

Σύναξη -2 (λεπτομέρεια)

Σύναξη -3

Σύναξη-3 (λεπτομέρεια)
Νύφη

H   μεταφυσική του κάλλους

Του Ν .Γ. Ξυδάκη
                                                                                                                          Ars sine scientia nihil

  ΕΧΩ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ την τέχνη της Ελένης Λύρα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια και θα τολμούσα
να πω ότι η τέχνη της, όση είναι έως σήμερα , τείνει προς την ιερή τέχνη. Ιερή υπό την προνεωτερική
 έννοια: ars sine scientia nihil (τέχνη χωρίς γνώση μηδέν).
  Γνωρίζω ότι στα σημερινά αποϊεροποιημένα  συμφραζόμενα, ο θεατής τής (τόσο σύγχρονης και γοητευτικής) τέχνης της Λύρα και αναγνώστης του παρόντος κειμένου, το πιθανότερο είναι ν’ αρχίσει να βλέπει με δυσπιστία τα έργα.
 Ας ηρεμήσουμε: μια συζήτηση κάνουμε, όχι προσηλυτισμό...Δηλαδή: καλούμαστε να δούμε, να πιστέψουμε το βλέμμα μας , ν’ ακολουθήσουμε τις αισθήσεις μας, να αναστοχαστούμε ό,τι είδαμε, να το κάνουμε κτήμα μας πνευματικό και να το εντάξουμε οργανικά στη ζωή μας.
 Τι βλέπουμε λοιπόν; Μια εικονογραφία, μια φωτοψηφιακή ζωγραφική, αρθρωμένη γύρω από δύο
Θεματικούς πυρήνες: τη Νύφη και τους Αγγέλους. Η Νύφη στέκεται οιονεί δεομένη, εράσμια και πνευματική, σε ποικίλους σχηματισμούς, σε χώρους μη φυσιοκρατικούς, εκτός της αναγεννησιακής προοπτικής  - κάνοντας χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας.  Η Νύφη της Λύρα στέκεται μεταξύ ουρανού και γης, σαρκωμένη και δεόμενη· δεν έχει να κάνει με το φολκλόρ της ενδυμασίας της ή με οιεσδήποτε λαογραφικές multicultural αφέλειες. Η Νύφη αυτή απογειώνεται προς τον Νυμφίο της και τον υπερβατικό του χώρο, στον χώρο που δίνεται με παραισθητική, πνευματική προοπτική και λαμπερά, μη νατουραλιστικά χρώματα. Αναμένει την γονιμοποιό ένωση όχι παθητικά, αλλά πορευομένη προς το έτερον ήμισυ, εν δόξη. Η Νύφη αυτή είναι η μετουσίωση του Θήλεος σε Μητέρα, σε γονιμότητα και ζωή, είναι το εικονικό προανάκρουσμα για την Βρεφοκρατούσα Μητέρα, που έχει παρουσιαστεί επίσης από τη Λύρα, σε μια έξοχη σύγχρονη διατύπωση. Το κειμενικό της αρχέτυπο θα μπορούσε να είναι το σαγηνευτικά πολύσημο «Άσμα Ασμάτων».

 Ο ΑΛΛΟΣ ΠΥΡΗΝΑΣ της ζωγραφικής της Λύρα είναι οι άγγελοι.  Οι άγγελοι στη βιβλική φιλολογία είναι όντα αμφίσημα και μεταβατικά, σκιές μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Είναι δημιουργήματα , κατώτερα του Θεού, ανώτερα του ανθρώπου, χωρίς φύλο, αγγελιοφόροι του Θεού προς τους ανθρώπους, προστάτες των ανθρώπων, αλλά και τιμωροί τους. Οι άγγελοι υπόκεινται στην Πτώση. Οι πεπτωκότες άγγελοι είναι οι δαίμονες. Τα μωρά όταν χαμογελούν στον ύπνο τους, λέμε ότι «βλέπουν τον άγγελο τους». Άρα όλοι έχουμε δει έναν άγγελο, τον δικό μας άγγελο, και σ’ όλους μας κατοικεί η δυνατότητα να υπάρξουμε ανάμεσα σε ουρανό και γη – ακριβώς όπως όταν βλέπουμε στα όνειρα μας ότι πετάμε πάνω από τις στέγες των σπιτιών.
 Κατά τη μορφή και τις διατάξεις, οι άγγελοι της Λύρα θυμίζουν τον παροξυσμό του Τιέπολο, τα αγγελικά σκορπίσματα του πιο παραισθητικού μπαρόκ, με ανάστροφες προοπτικές και πολλαπλά σημεία φυγής βαλμένα στο επέκεινα. Είναι μορφές ερατεινές και εράσμιες, διόλου τρομακτικές, αλλά και τόσο φευγάτες, εμπεριέχουσες μια λεπτή μελαγχολία για τη μεταβατική τους φύση, γι’ αυτό το «ανάμεσα στον ουρανό και τη γη».
 Οι άγγελοι της Λύρα συντάσσονται σε ομάδες των εννέα·  Οι αγγελικές συνάξεις επαναλαμβάνονται επ’ άπειρον και καταλαμβάνουν όλο τον κτιστό ζωγραφικό χώρο, αναπτύσσονται σε αγγελικά τάγματα, πετούν, σκορπίζουν και διαχέονται στον νου του θεατή, τον ακολουθούν και μετά την επίσκεψη.  Στον νου αντηχούν, σαν ψίθυρος, οι ψαλμωδίες στη Μεγάλη Είσοδο: «οι τα Χερουβείμ  μυστικώς εικονίζονται...» και «ταις αγγελικαίς, αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν...»
 Οι τάξεις των αγγέλων πετούν ανάμεσα μας, μέσα από τη ζωγραφική.

 ΘΕΩΡΩ ΟΤΙ Η ΤΕΧΝΗ της Λύρα, υπόρρητα, ενστικτωδώς ή ακουσίως, επιχειρεί να εκφράσει πλαστικά μια μεταφυσική αισθητική, μια μεταφυσική του κάλλους, όπως πρωτοδιατυπώθηκε από τον Πλωτίνο
και όπως ακολούθως αναδιαμορφώθηκε θεολογικά από τον επιγονικό  Ψευδο- Διονύσιο και εικαστικά από τους της ζωγράφους της βυζαντινής και της μεσαιωνικής τέχνης. Η Λύρα ακολουθεί σε αυτό τη μακρότατη σειρά καλλιτεχνών, την παράδοση·  δεν διακατέχεται από το νεωτερικό άγχος της πρωτοτυπίας, αλλά περισσότερο από το άγχος της αλήθειας και του κάλλους. 

 Διαλέγοντας τη Νύφη (ερωτικό θήλυ και γονιμοποιό Μητέρα)και τους Αγγέλους (ασώματες ψυχές, ανάμεσα στον ουρανό και τη γη) προσπαθεί να περικυκλώσει την ουσία του σώματος: το πνευματικό στοιχείο που εμφανίζεται στην εικόνα του, αυτό που μας δίνουν οι αισθήσεις. Η λάμψη , το αγλάισμα της ιδεατής ουσίας, μέσα από τις  αισθητές εκφάνσεις, είναι το κάλλος, η ομορφιά. Η φωτοβολία του πνευματικού φωτός πάνω στην ύλη καταυγάζει όλο τον αισθητό κόσμο και τον κάνει ωραίο · κι όλα είναι ωραία μες τον κόσμο διότι έχουν διαμορφωθεί καθ’ ομοίωση του πλωτινικού Ενός, της πρωταρχικής εικόνας-μορφής.
 Λεει ο Πλωτίνος: (Εννεάδες, 1, 9): «Τι να φανταστούμε λοιπόν αν αντικρίσει κανείς το ίδιο το Ωραίο, μόνο με τον εαυτό του, καθαρό, χωρίς προσμίξεις σάρκας ούτε σώματος, να μη βρίσκεται ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό, έτσι ώστε να είναι απόλυτα καθαρό; Γιατί οι ομορφιές  εδώ είναι όλες επίκτητες και μικτές, και όχι πρωταρχικές, αλλά προέρχονται από Εκείνο.[...] Και το ίδιο Αυτό, αφού είναι η ίδια η Ομορφιά σε υπέρτατο βαθμό, και η πρωταρχική Ομορφιά, κάνει και τους εραστές του ωραίους και αξιέραστους» ¹.
 Οι νύφες και οι άγγελοι της Λύρα, αιωρούμενοι μεταξύ ουρανού και γης, μεταξύ του σώματος και της υπέρβασης του, τείνουν να μας οδηγήσουν στο υπέρτατο, το καθαρό κάλλος του Ενός, και φθάνοντας μας εκεί, να μας κάνει και εμάς, τους εραστές του έργου τέχνης, ωραίους και αξιέραστους.

 ΤΟ ΑΞΙΟΠΕΡΙΕΡΓΟ, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, είναι ότι η καλλιτέχνης επιχειρεί αυτή την παραδοσιακή,
Κατά το μάλλον ή το ήττον, υλοποίηση του κάλλους με μέσα εξόχως νεωτερικά. Επιλέγει μοντέλα, δηλαδή ανθρώπινες μορφές, τους ντύνει , τους φωτογραφίζει, κι ύστερα παίρνει τις εικόνες τους (τη μίμηση της μιμήσεως) και τις επεξεργάζεται ψηφιακά και τις διατάσσει σε χώρους κι αυτούς ψηφιακά διαμορφωμένους. Η καλλιτέχνης εκκινεί εκ του φυσικού, για να καταλήξει (τεχνικά και πνευματικά) στο επέκεινα, στον χώρο του πνεύματος και των ψηφίων.
 Θεωρώ ότι αυτό το απολύτως σύγχρονο ένδυμα δεν είναι διόλου ασύμβατο με τη τόσο θεμελιώδη, αρχετυπική θεματική, που  καλείται να ντύσει. Η τέχνη της Λύρα θα μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες, να χαρακτηριστεί digital fresco, ψηφιακό μνημείο, μια τοιχογραφία όπου τις χρυσές ψηφίδες για τον άκτιστο κάμπο αντικαθιστούν τα pixels της  virtual εικονογραφίας.
  Το ένδυμα όχι μόνο ταιριάζει στο θέμα, όπως το κλειδί στην κλειδαριά, αλλά όλο το σύμπλεγμα θέμα-μορφή-μέσα υπογραμμίζει με τον δικό του τρόπο ότι το κινούν αυτής της τέχνης είναι η αγωνία του ανθρώπου να βρει την ομορφιά, παρά την Πτώση, να βρει την ομορφιά του ελπίζοντας και ονειρευόμενου και πάσχοντος ανθρώπου, την ομορφιά του δυνάμει ένθεου.
  Όπως το  λεει ο Πλωτίνος «μη παύση τεκταίνων το σον άγαλμα, έως αν εκλάμψειέ σοι της αρετής η θεοειδής αγλαΐα, έως αν ίδης σωφροσύνην εν αγνώ βεβώσαν βάθρω» (Μην πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμα σου, έως ότου λάμψει πάνω σου η θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής, ώσπου να δεις τη σωφροσύνη σε ιερό βάθρο ανεβασμένη)².


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
¹ Πλωτίνου, Εννεάς Πρώτη,
Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σχόλια:
Παύλος Καλλιγάς. Ακαδημία Αθηνών,
Βιβλιοθήκη Α. Μανούση, Αθήνα 1994.
Η παρατεθείσα μετάφραση είναι του Π. Καλλιγά.
²Πλωτίνου, Εννεάς Πρώτη, 6,ό.π.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου