Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Αρχάγγελοι 1998



Το αγκάθι της ομορφιάς


«Μέσα στην κάμαρα, εκείνο, πριν έρθει στο φως, με ένοπλη και θωρακισμένη καταγωγή του ονόματος μου, στερέωσε την εικόνα του πάνω στον τοίχο: καινούργιος άγγελος.»
Walter Benjamin


Αν η τέχνη κομίζει κάτι στον κόσμο δεν είναι παρά η σιωπή του. Μια ενοραματική εκκάλυψη της περιρρέουσας φωνής, του διασκορπισμένου νοήματος. Μια αναπαράσταση αυτού του αφανέρωτου ίχνους, ενός ίχνους που διαφεύγει, και εξαντλείται στην απορία. Γι’ αυτό και οι εικόνες της έχουν κάτι από το θάμβος του Έξω, αυτού του προαιώνιου σημαίνοντος, που εκπέμπει η σκηνή του άλλου. Μια καθαρή μορφή σαγήνης που συμβαντικοποιεί, άμα τη εμφανίσει της, όλο το περιβάλλον των εικόνων.
Στο έργο της Ελένης Λύρα αν κάτι επανέρχεται διαρκώς είναι ακριβώς αυτή η υπόσχεση, η αδύνατη υπόσχεση αυτής της άλλης σκηνής. Είναι οι πνοές μιας σιωπής, της σιωπής των αγγέλων που παριστούν και το αδύνατο κάλλος τους. Οι «Αρχάγγελοι» της Λύρα (1998), είναι ομοιώσεις που αν και αναπαρίστανται δεν εκκοσμικεύονται, μένουν καθηλωμένοι μόνο σ’ αυτό το κατακλυσμιαίο που τους εισάγει. Είναι μάλιστα αυτή η φωτοχυσία που θα διαβρώσει και το παραστάσιμο ίχνος τους, την υλική τους συγχώρεση, το χαρακτήρα της αποκάλυψης τους, εγκαταλείποντάς τους στη φαντασμαγορία του άλλου. Η ενσάρκωση τους γίνεται έτσι φορέας ενός απόκοσμου κάλλους, η δυνατότητα μιας καταγωγικής επιστροφής του κόσμου, σ’ αυτό που δεν είναι κόσμος αλλά εικόνα του κόσμου, η γενέθλια εικόνα της ομορφιάς. Μια ομορφιά όμως που τανίζεται στην εκστατική της απορία, στην κοσμική αδιαθεσία της. Αυτό το «αγκάθι» της ομορφιάς, σχεδόν σε όλα τα έργα της Λύρα που γίνεται εν τέλει μια αρνητική αφήγηση, μια αφήγηση θανάτου. Τα τελευταία έργα της με τα γυμνά πόδια των μικρών παιδιών μέσα στα κόκκινα σάβανα του πάθους (2008), το μαρτυρούν. Οι άγγελοι έτσι αν και αναπαρίστανται δεν παρίστανται, μένουν δεσμώτες αυτού του κάλλους, φαντασματικές υποστάσεις, παράσιτα, σκιές. Παιχνιδίσματα ενός φθαρμένου καθρέπτη, άλλη μια σειρά έργων της Λύρα (2007), υποστάσεις που υποστασιοποιούν, αν και σε συστοιχίες, την μοναξιά τους, τον απόκοσμο χαρακτήρα τους. Έρχονται, αυτές οι υψηλές επισκέψεις, κομίζοντας αυτό που δεν κομίζεται, το αδύνατο σημαίνον, την ξενότητα του, τη μυστική σιωπή της φωνής του. Καθίστανται έτσι συμβαντικές υπάρξεις, μορφές που αντιστρέφουν τη γλώσσα, στον ορίζοντα της αδύνατης πάντα γλώσσας, αυτής της δυνατής σιωπής του άλλου.
Ένα απ’ τα ζητήματα που θέτουν οι άγγελοι και που άπτεται και της τέχνης, είναι το ζήτημα της αναπαράστασης, της εμπλοκής, για την ακρίβεια, που επιφέρουν στο χώρο των αναπαραστάσεων. «Οι άγγελοι είναι αυτό που αναγγέλλουν», θα πει ο Serres, η αναγγελία μιας φωνής που έρχεται απ’ Έξω, απ’ αυτή τη σκηνή του Έξω. Οι αναπαραστάσεις τους έτσι είναι ομοιώσεις αδύνατες, φασματικές εκλάμψεις που δεν ενδίδουν. Αναδύονται από μια συμπαντική απορία, απ’ αυτή την απορία που εποπτεύει και όλη την προσδοκία του κόσμου. Η τέχνη γνωρίζει αυτή την αναμονή, τη φέρει μέσα της, φέρει την αναμονή των εικόνων της, τη διαθεσιμότητα τους στον κώδικα της σιωπής. Γίνεται το ίδιο το ρίγος αυτών των εικόνων, και η αδύνατη μαζί επίκληση του. Μια εκστατική στιγμή που υπομένει σ’ αυτή τη νύχτα του κόσμου, την τελική του αποκάλυψη, την απόσυρση του στο θάμβος του άλλου. Εκεί που αποσύρονται ακόμη και οι άγγελοι, παράσιτα αυτοί του κόσμου. Γι αυτό και η Λύρα θα αποσβήσει την οπτασία των «Αρχαγγέλων» της στο ψηφιακό τους παράσιτο, στα διασκορπισμένα τους pixels. Είναι η στιγμή, ακριβώς αυτή η στιγμή, που ο αδύνατος άλλος μόλις κι επιστρέφει.

Αποστόλης Αρτινός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου